- εκειδανά
- επίρρ. επιτατικό τού εκειδά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκειδά — και εκειδανά επίρρ. τοπ., εκεί ακριβώς, εκεί όπου δείχνουμε: Το δαχτυλίδι βρίσκεται εκειδά στο ντουλάπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)